- προσκαθοπλίζω
- Αεξοπλίζω επί πλέον («εἱλώτων δισχιλίους δὲ προσκαθοπλίσας Μακεδονικῶς», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καθοπλίζω «οπλίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκαθοπλίσαντες — προσκαθοπλίζω arm besides aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαθοπλίσας — προσκαθοπλίσᾱς , προσκαθοπλίζω arm besides aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)